χλαμυδηφόρος

χλαμυδηφόρος
χλᾰμῠδηφόρος, ,
A one who wears a χλαμύς, epith. of ephebi, Theoc.15.6, IGRom.4.360.25 (Pergam., ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλαμυδηφόρος — ὁ, Α (ιδίως για έφηβο) αυτός που φορεί χλαμύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, ύδος + φόρος*. Το η τού τ. για μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] …   Dictionary of Greek

  • χλαμυδηφόρε — χλαμυδηφόρος one who wears a masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμυδηφόροι — χλαμυδηφόρος one who wears a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμυδηφόρου — χλαμυδηφόρος one who wears a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμυδηφορώ — έω, Α [χλαμυδηφόρος] χλαμυδοφορῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”